- ηθικοποιώ
- ηθικοποίησα, ηθικοποιήθηκα, ηθικοποιημένος, κάνω κάποιον ηθικό: Βασικό μέλημά του είναι να ηθικοποιήσει τους μαθητές του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθικοποιώ — έω 1. κάνω κάποιον ηθικό, διαπλάσσω κάποιον σε ηθικό χαρακτήρα 2. αναμορφώνω σύνολα ανθρώπων από ηθική άποψη, εξαγνίζω ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Θρασύβουλο Ζαΐμη] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ηθικοποίηση — η 1. διάπλαση ηθικού χαρακτήρα, ηθική διαπαιδαγώγηση 2. εξαγνισμός, καθαγνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γούλα Ιωαννίδη] … Dictionary of Greek
εξαγνίζω — εξάγνισα, εξαγνίστηκα, εξαγνισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον αγνό, τον καθαρίζω από την ηθική ρύπανση, τον ηθικοποιώ, τον εξαγιάζω. 2. καθαρίζω την ηθική ρύπανση, που προέρχεται από εγκλήματα: Πρέπει της μητέρας του το φόνο να εξαγνίσει (Ι. Γρυπάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)